τετραπερασμένος

τετραπερασμένος
η , ο , τετραπέρατος, η , ο [ος , ον ] очень умный, сообразительный; семи пядей во лбу (шутл.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τετραπερασμένος" в других словарях:

  • τετραπερασμένος — η, ο, Ν τετραπέρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + περασμένος] …   Dictionary of Greek

  • τετραπερασμένος — η, ο τετραπέρατος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»